Δᾶμιν

Δᾶμιν
Δᾶμις
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] …   Dictionary of Greek

  • δαμίτσα — η [δαμίν] μικρό ποσό («μια δαμίτσα άνθρωπος» πολύ μικρόσωμος) …   Dictionary of Greek

  • δαμίτσικος — η, ο ελάχιστος, λιγούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαμίτσιν, υποκοριστικό του δαμίν] …   Dictionary of Greek

  • δαμινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Οπλαρχηγός, πολέμησε επικεφαλής σώματος Κρητικών στην Πόλιανη, στο Άργος, στην Τρίπολη κ.α. 2. Γρηγόριος. Επικεφαλής σώματος Κρητικών πολέμησε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά. Το 1825 πήρε μέρος στις μάχες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”